τύμος

τύμος
ὁ, Α
(κερκυραϊκός τ.) βλ. τύμβος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”